συντομότερο

συντομότερο
што  порано

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άρον άρον — (ως επίρρ.) (Α ἆρον ἆρον) 1. γρήγορα γρήγορα, το συντομότερο 2. με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ευαγγελική φρ. (Ιωάνν. 19, 15) «άρον άρον, σταύρωσον αυτόν», όπου το άρον προστακτική αόρ. του αρχ. ρ. αίρω «σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ίππαλος — (1ος αι. π.Χ.).Ναυτικός. Επονομαζόταν Κυβερνήτης και είχε πραγματοποιήσει πολλά ταξίδια μεταξύ Αιγύπτου, Αραβίας και Ινδιών. Έκανε ενδιαφέρουσες μετεωρολογικές παρατηρήσεις στον Ινδικό ωκεανό. Ανακάλυψε πρώτος ότι πνέουν κανονικοί άνεμοι τον μισό …   Dictionary of Greek

  • βραχύς — εία, ύ (AM βραχύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός 2. (για χρόνο) σύντομος 3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • επισπεύδω — (AM ἐπισπεύδω) [σπεύδω] ενεργώ ώστε να γίνει κάτι σε συντομότερο χρόνο («επισπεύδει την αναχώρηση», «επισπεύδει την ψήφιση τού νόμου», «ἐπισπεύδων τὸ δρᾶν», Σοφ.) αρχ. 1. παροτρύνω, προτρέπω («οὐκ ἀποτρέπειν, ἀλλ’ ἐπισπεύδειν τὴν στρατείαν»,… …   Dictionary of Greek

  • επιτάχυνση — O χρονικός ρυθμός μεταβολής της ταχύτητας σε ένα κινούμενο αντικείμενο. Ας θεωρήσουμε, για παράδειγμα, ένα αυτοκίνητο, το οποίο, ξεκινώντας από στάση, αποκτά σε δέκα δευτερόλεπτα ταχύτητα 10 μ./δευτ. Αν σε αυτά τα δέκα δευτερόλεπτα είχε σταθερή ε …   Dictionary of Greek

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • πλανητάριο — (Αστρον.). Μηχανισμός με τον οποίο γίνεται δυνατή η αναπαράσταση των κινήσεων των πλανητών. Μετά την κατασκευή του πολύπλοκου αυτού μηχανισμού από τον καθηγητή Μπάουερσφελντ της εταιρείας Zeiss της Ιένας, τον οποίο ο ίδιος επινόησε, το όνομα π.… …   Dictionary of Greek

  • πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β …   Dictionary of Greek

  • πρώιμος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών από το χωριό Λάκκοι της Κρήτης. Πολλά μέλη της διακρίθηκαν ως αρματωλοί στα χρόνια πριν από το 1821, άλλα ως οπλαρχηγοί στην Eπανάσταση του 1821, και άλλα στις κατοπινές κρητικές επαναστάσεις. * * * η, ο / πρώϊμος,… …   Dictionary of Greek

  • τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”